ενδοφλέβιος, -α, -ο

ενδοφλέβιος, -α, -ο
ενδοφλέβιος, -α, -ο και ενδοφλεβικός, -ή που βρίσκεται ή γίνεται στο εσωτερικό των φλεβών: Ενδοφλέβια ένεση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενδοφλέβιος — α, ο αυτός που γίνεται μέσα στη φλέβα («ενδοφλέβια ένεση») …   Dictionary of Greek

  • ενδοφλεβικός — ή, ό ο ενδοφλέβιος …   Dictionary of Greek

  • ενδοφλεβικός — ή, ό βλ. ενδοφλέβιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”